προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prossymvallomai
|Transliteration C=prossymvallomai
|Beta Code=prossumba/llomai
|Beta Code=prossumba/llomai
|Definition=Med., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[contribute to besides]] or [[at the same time]], abs., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>27</span>; πρός τι <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>30</span>; cf. foreg.</span>
|Definition=Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contribute to besides]] or [[at the same time]], abs., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>27</span>; πρός τι <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>30</span>; cf. foreg.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυμβάλλομαι Medium diacritics: προσσυμβάλλομαι Low diacritics: προσσυμβάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΣΥΜΒΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prossymbállomai Transliteration B: prossymballomai Transliteration C: prossymvallomai Beta Code: prossumba/llomai

English (LSJ)

Med., A contribute to besides or at the same time, abs., Hp.Fract.27; πρός τι Id.Art.30; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor.

Greek (Liddell-Scott)

προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσσυμβάλλομαι: староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.

Middle Liddell


Mid. to contribute to besides or at the same time, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to their eagerness, Thuc.