συνέστιος: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synestios | |Transliteration C=synestios | ||
|Beta Code=sune/stios | |Beta Code=sune/stios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sharing one's hearth]] or [[house]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>249</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>1151</span>; <b class="b3">σύσσιτος καὶ σ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>350c</span>; <b class="b3">ξυνέστιοι πόλεος</b> his fellow-citizens, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>773</span> (lyr.); <b class="b3">σ. δαιτός</b>, of a bottle, <span class="title">AP</span>6.248 (Marc. Arg.): c. dat. pers., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>4b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>868e</span>; <b class="b3">ἀθανάτοισι σ</b>. <span class="bibl">A.R.1.1319</span>; <b class="b3">ἀμβροσίῃσι σ</b>. <span class="title">AP</span>7.41; ὄρνις σ. ἀνθρώποισι <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.118</span>: c. dat. pers. et gen. rei, <b class="b3">χρὴ συνεστίους ἐμοὶ γοίνης γενέσθαι</b> [[associates with]] me [[in]] the feast, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>784</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> epith. of Zeus, [[guardian of the hearth]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 703</span> (lyr.); <b class="b3">σ. θεοί</b> [[sharing the same hearth]], i.e. temple, <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>99.26</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A sharing one's hearth or house, S.OT249, E.Alc.1151; σύσσιτος καὶ σ. Pl.Ep.350c; ξυνέστιοι πόλεος his fellow-citizens, A.Th.773 (lyr.); σ. δαιτός, of a bottle, AP6.248 (Marc. Arg.): c. dat. pers., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Pl.Euthphr.4b, cf. Lg.868e; ἀθανάτοισι σ. A.R.1.1319; ἀμβροσίῃσι σ. AP7.41; ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Opp.C.3.118: c. dat. pers. et gen. rei, χρὴ συνεστίους ἐμοὶ γοίνης γενέσθαι associates with me in the feast, E.El.784. 2 epith. of Zeus, guardian of the hearth, A.Ag. 703 (lyr.); σ. θεοί sharing the same hearth, i.e. temple, PGiss.99.26 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1020] mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie συνέστιος μακάρεσσι Gall. 2 (Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ σύσσιτος Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687.
Greek (Liddell-Scott)
συνέστιος: -ον, ὁ μετέχων τῆς ἑστίας, κατοικῶν ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ μετά τινος, σύνοικος, ξένος παραμένων μετά τινος, Λατιν. contubernalis, Σοφ. Ο. Τ. 249, Εὐριπ. Ἄλκ. 1151· σύσσιτος καὶ σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 350C· ― ξυνέστιοι πόλεος, οἱ συμπολῖται αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 773· συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, ἐπὶ λαγύνου οἴνου, Ἀνθ. Π. 6. 248· ― μετὰ δοτ. προσ., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Νόμ. 868Ε· ἀθανάτοισι σ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1319· Μούσαις Ἀνθ. Π. 7. 41· ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Ὀππ. Κυνηγ. 3. 118· μετὰ δοτ. προσ., ξ. ἐμοὶ θοίνῃ γενέσθαι Εὐρ. Ἠλ. 784. 2) ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, ὁ προστάτης τῆς ἑστίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 704.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui réside près du même foyer, qui habite la même maison que, τινι ; avec un gén. : ξυνέστιος πόλεως ESCHL concitoyen;
2 protecteur du foyer (Zeus).
Étymologie: σύν, ἑστία.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.
β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ.
γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.)
2. στενός φίλος, αδελφικός φίλος («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ σύνοικος καὶ συνοδοιπόρος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. συνέστιος
προσωνυμία του Διός και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έστιος (< ἑστία), πρβλ. παρ-έστιος].
Greek Monotonic
συνέστιος: -ον (ἑστία),
1. αυτός που μοιράζεται την οικογενειακή εστία ή την οικία με άλλον, συγκάτοικος, σύνοικος, φιλοξενούμενος, Λατ. contubernalis, σε Σοφ., Ευρ.· ξυνέστιοι πόλεος, συμπολίτες, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συνέστιός σοικαὶ ὁμοτράπεζος, σε Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., ξυνέστιος ἐμοὶ θοίνῃ, σύντροφοί μου στο συμπόσιο, συνδαιτυμόνες, ομοτράπεζοι.
2. λέγεται για τον Δία, προστάτης της οικογενειακής εστίας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνέστιος: ὁ
1) домочадец, сожитель Soph., Eur., Plat.: ξυνέστιοι πόλεως Aesch. сограждане;
2) сотоварищ: ξ. θοίνῃ Eur. и σ. δαιτός Anth. сотрапезник, собутыльник;
3) хранитель домашнего очага (Ζεὺς σ. Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνέστιος -ον [σύν, ἑστία] die de haard (d.w.z. het huis) deelt, medebewoner, huisgenoot; met dat. met of van iem.; met gen.. συνεστίους θοίνης … γενέσθαι deelnemen aan het feestmaal (bij iem. thuis); σ. πόλεως stadgenoot Aeschl. Sept. 773. epith. van Zeus die de haard beschermt. Aeschl. Ag. 703.
Middle Liddell
συν-έστιος, ον, ἑστία
1. sharing one's hearth or house, a fellow-lodger, guest, Lat. contubernalis, Soph., Eur.; —ξυνέστιοι πόλεος his fellow- citizens, Aesch.:—c. dat. pers., ς. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Plat.; c. dat. rei, ξ. ἐμοὶ θοίνῃ associates with me in the feast, Eur.
2. of Zeus, guardian of the hearth, Aesch.