τατᾶ: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tata
|Transliteration C=tata
|Beta Code=tata=
|Beta Code=tata=
|Definition=voc., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[daddy]], AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for [[ταῦτα]] in <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>7.10</span>.</span>
|Definition=voc., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[daddy]], AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for [[ταῦτα]] in <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>7.10</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:35, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τατᾶ Medium diacritics: τατᾶ Low diacritics: τατά Capitals: ΤΑΤΑ
Transliteration A: tatâ Transliteration B: tata Transliteration C: tata Beta Code: tata=

English (LSJ)

voc., A daddy, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for ταῦτα in Thphr. Char.7.10.

Greek Monolingual

και τάτα και τέττα και τατί Α
1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο πατέρας
2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. τατᾶ εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (πρβλ. ἄττα, πάππα), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. tata, ρωσ. tata, αρχ. ινδ. tata-. Ο τ. τέττα, με φωνηεντισμό -ε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-, συνδέεται με τα λιθουαν. tētis «πατέρας», teta «θεία», αρχ. σλαβ. teta «θεία»].

Frisk Etymology German

τατᾶ: {tatã}
Meaning: Vok. Papachen (AP 11, 67),
Derivative: τατί Vok. Mütterchen (Herod. 5, 69); ταταλίζω mit τατα anreden, schmeicheln (Herod.); zur λ-Erweiterung vgl. πυκταλίζω (: πύκτης) u.a.
Etymology : Lallwort wie lat. tata, russ. táta, aind. tatá- m. Vater usw. usw.; daneben τέττα Vok. ib. (Δ 412) mit e-Vokal wie lit. tė̃tis, -te ib., tetà Tante, čech. teta ib. u.a. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 704, Pok. 1056 und in den betr. Spezialwörterbüchern. Vgl. ἄττα und πάππα.
Page 2,860