ἀνέκαθεν: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anekathen | |Transliteration C=anekathen | ||
|Beta Code=a)ne/kaqen | |Beta Code=a)ne/kaqen | ||
|Definition=before a cons. ἀνέκαθε (<span class="bibl">Hdt.6.128</span> codd.), Adv. of Place (cf. [[ἀνεκάς]]), <span class="sense"> | |Definition=before a cons. ἀνέκαθε (<span class="bibl">Hdt.6.128</span> codd.), Adv. of Place (cf. [[ἀνεκάς]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[from above]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>427</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>369</span>(lyr.); <b class="b3">τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ</b> . . <span class="bibl">Hdt. 4.57</span>; cf. [[ἄγκαθεν]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of Time, [[from the first]], <b class="b3">ἐόντες ἀ. Πύλιοι</b> being Pylians [[by origin]], <span class="bibl">Id.5.65</span>, cf. <span class="bibl">7.221</span>; more often with the Art., γεγονότες τὸ ἀ. ἀπὸ Αἰγύπτου <span class="bibl">2.43</span>, cf. <span class="bibl">6.128</span>; γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι <span class="bibl">5.55</span>, cf. <span class="bibl">1.170</span>, <span class="bibl">6.35</span>; <b class="b3">τὰ ἀ. λαμπροί</b> of [[ancestral]] renown, <span class="bibl">6.125</span>; πόλις ἀ. συγγενίς <span class="title">OGI</span>566 (Lycia). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. κατηγορεῖν</b> narrate [[from the beginning]], <span class="bibl">Plb.2.35.10</span>, <span class="bibl">5.16.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 31 December 2020
English (LSJ)
before a cons. ἀνέκαθε (Hdt.6.128 codd.), Adv. of Place (cf. ἀνεκάς), A from above, A.Ch.427, Eu.369(lyr.); τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ . . Hdt. 4.57; cf. ἄγκαθεν. II of Time, from the first, ἐόντες ἀ. Πύλιοι being Pylians by origin, Id.5.65, cf. 7.221; more often with the Art., γεγονότες τὸ ἀ. ἀπὸ Αἰγύπτου 2.43, cf. 6.128; γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι 5.55, cf. 1.170, 6.35; τὰ ἀ. λαμπροί of ancestral renown, 6.125; πόλις ἀ. συγγενίς OGI566 (Lycia). 2 ἀ. κατηγορεῖν narrate from the beginning, Plb.2.35.10, 5.16.6.
German (Pape)
[Seite 221] a) von oben herab, = ἄνωθεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαθε, z. B. ἔοντες ἀνέκαθεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαθεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαθεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκαθεν: πρὸ συμφώνου -θε, (Ἡρόδ. 6. 128), ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ἀνεκάς): ἀπὸ τῶν ἄνω, ἄνωθεν, Αἰσχύλ. Χο. 427, Εὐμ. 369· τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ..., Ἡρόδ. 4. 57: πρβλ. ἄγκαθεν. ΙΙ. χρονικ., ἐξ ἀρχῆς, ἐόντες ἀν. Πύλιοι, ἐξ ἀρχῆς, ἐκ καταγωγῆς, ὁ αὐτ. 5. 5, πρβλ. 7. 221· συχνότερον μετὰ τοῦ ἄρθρου, γεγονότες τὸ ἀν. ἀπὸ Αἰγύπτου 2. 43, πρβλ. 6, 128· ἀνδρὸς... τὸ ἀν. γένος ἐόντος Φοίνικος 1. 170, - ἔνθα τὸ γένος κεῖται ἐπιρρηματικῶς, ἐκ γενετῆς, ὡς πρὸς τὴν καταγωγήν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πληθ. τύπου, γένος ἐόντες τὰ ἀν. Γεφυραῖοι 5. 55, πρβλ. 6. 35· τὰ ἀνέκ. λαμπροί, ἐκ λαμπρῶν προγόνων, 6. 125. 2) ἀν. κατηγορεῖν, ἐξ ἀρχῆς ἀφηγεῖσθαι, Πολύβ. 2. 35, 10., 5.16, 6. κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’en haut, de la région supérieure;
2 avec idée de temps dès l’origine, dès le principe ; τὸ ἀνέκαθεν, τὰ ἀνέκαθεν dès l’origine.
Étymologie: ἀνεκάς, -θεν.
Spanish (DGE)
(ἀνέκᾰθεν) • Alolema(s): ἀνάκαθεν A.Eu.373
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
I de lugar desde arriba μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα ἀνάκαθεν βαρυπετῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν pues saltando aplasto en tierra desde arriba la pesada planta del pie A.l.c., cf. Ch.427, Hdt.4.57.
II de tiempo
1 desde el principio, desde los orígenes ἐόντες ... ἀ. Πόλιοι Hdt.5.65, cf. 7.221, ὁ ἀ. Ἄθηναῖος Phan.18, πόλις ἀ. συγγενίς OGI 566.25 (Licia)
•c. art. γεγονότες τὸ ἀ. ἀπ' Αἰγύπτου Hdt.2.43, cf. 6.128, γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι Hdt.5.55, cf. 1.170, 6.35, τὰ ἀ. λαμπροί célebres desde antiguo Hdt.6.125.
2 ἀ. ποιήσασθαι ... τὴν ἐξήγησιν narrar desde el principio Plb.2.35.10, cf. 5.16.6.
Greek Monolingual
(AM ἀνέκαθεν) επίρρ.
χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή
αρχ.
τοπ. από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. -θεν].
Greek Monotonic
ἀνέκαθεν: (ἀνεκάς), επίρρ. τόπου,
I. από ψηλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. για χρόνο, από την αρχή, εξαρχής, από πάντα, σε Ηρόδ.· ομοίως με άρθρο, τὸἀνέκαθεν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκᾰθεν: Her. тж. ἀνέκᾰθε, поэт. ἄγκᾰθεν adv.
1) сверху, с высоты (βαρυπεσής Aesch.; ἡ ἀ. φορά Plut.);
2) с (самого) начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν ὑπέρ τινος ποιεῖσθαι Polyb.);
3) (тж. τὸ и τὰ ἀ.) издревле, искони Plut.: τὰ ἀ. ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀ. λαμπρός Her. знатного происхождения.
Middle Liddell
ἀνεκάς
I. adv. of Place, from above, Hdt., Aesch.
II. of Time, from the first, by origin, Hdt.; so with Art., τὸ ἀνέκαθεν Hdt.