ἐπακόλουθος: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epakolouthos | |Transliteration C=epakolouthos | ||
|Beta Code=e)pako/louqos | |Beta Code=e)pako/louqos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[following]], τὸ ἐ. τῆς ἐπαγγελίας <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Rh.</span>2p.522S.</span>: Comp., <span class="title">PMag.Par.</span>1.1536. Adv. <b class="b3">-θως</b> [[agreeably to]], <b class="b3">τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ</b> Antip. ap.Stob.4.22.103, cf. <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>97 ii 68</span> (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A following, τὸ ἐ. τῆς ἐπαγγελίας Aristid.Rh.2p.522S.: Comp., PMag.Par.1.1536. Adv. -θως agreeably to, τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ Antip. ap.Stob.4.22.103, cf. PMasp.97 ii 68 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 896] folgend, angemessen, Sp.; – adv., ἑαυτῶν τρόπῳ Antip. Stob. fl. 70, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκόλουθος: -ον, ἀκολουθῶν ἔκ τινος, ἐπαγγειλάμενος γὰρ οὐκ εἶπε τὸ ἐπακόλουθον τῆς ἐπαγγελίας Ἀριστείδ. 2. 498. Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός, ἑαυτῶν τρόπῳ Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπακόλουθος, -ον) επακολουθώ
αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο
νεοελλ.
(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα
αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες
μσν.
φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» — συγκλητικός, μέλος της συγκλήτου.
επίρρ...
ἐπακολούθως
σύμφωνα με κάτι («ἐπακολούθως τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ»).