φυροῖ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(45)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyroi
|Transliteration C=fyroi
|Beta Code=furoi=
|Beta Code=furoi=
|Definition=<b class="b3">μολύνει, ῥυποῖ</b>, Hsch.
|Definition=[[μολύνει]], [[ῥυποῖ]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολύνει, ῥυποῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φύρω]] και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του επιθ. [[φυρός]]].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολύνει, ῥυποῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[φύρω]] και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του επιθ. [[φυρός]]].
}}
}}

Revision as of 16:05, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυροῖ Medium diacritics: φυροῖ Low diacritics: φυροί Capitals: ΦΥΡΟΙ
Transliteration A: phyroî Transliteration B: phyroi Transliteration C: fyroi Beta Code: furoi=

English (LSJ)

μολύνει, ῥυποῖ, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μολύνει, ῥυποῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του επιθ. φυρός].