περιττωματικός: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(32)
 
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιττωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[περισσωματικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[περίττωμα]], -<i>ατος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν [[σάρκα]]», Ιούλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττωματικῶς</i> και <i>περισσωματικῶς</i> Α<br />ως [[περίττωμα]], ως [[έκκριση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[περιττωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[περισσωματικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[περίττωμα]], -ατος<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν [[σάρκα]]», Ιούλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττωματικῶς</i> και <i>περισσωματικῶς</i> Α<br />ως [[περίττωμα]], ως [[έκκριση]].
}}
}}

Revision as of 09:29, 2 January 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιττωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, -ή, -όν, ΜΑ περίττωμα, -ατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα
αρχ.
(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ.
β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν σάρκα», Ιούλ.).
επίρρ...
περιττωματικῶς και περισσωματικῶς Α
ως περίττωμα, ως έκκριση.