ἐπιτάξ: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία.
|mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] ([[ἀστήρ]])», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιτάξ:''' adv. один за другим, подряд Eur.
|elrutext='''ἐπιτάξ:''' adv. один за другим, подряд Eur.
}}
}}

Revision as of 10:50, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάξ Medium diacritics: ἐπιτάξ Low diacritics: επιτάξ Capitals: ΕΠΙΤΑΞ
Transliteration A: epitáx Transliteration B: epitax Transliteration C: epitaks Beta Code: e)pita/c

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτάσσω) A in a row, Arat.380. II = συντόμως, Com.Adesp.1296 ; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2. III by command or pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)

German (Pape)

[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.

Greek Monolingual

ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειράἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος (ἀστήρ)», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάξ: adv. один за другим, подряд Eur.