σωρείτης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=soreitis | |Transliteration C=soreitis | ||
|Beta Code=swrei/ths | |Beta Code=swrei/ths | ||
|Definition= | |Definition=[[σωρειτικός]], (the fallacy of the heap) <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[σωρίτης]], [[σωριτικός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σωρείτης -ου, [σωρός] ὁ σωρείτης λόγος de redenering over de hoop (tot hoever kun je zandkorrels wegnemen van een hoop zand voordat het geen hoop meer is?). Luc. 17.23. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σωρείτης]], ου, ὁ, [[σωρός]]<br />masc. adj. heaped up: ὁ [[σωρείτης]] [[συλλογισμός]] a [[sorites]] or [[heap]] of syllogisms, the [[conclusion]] of one forming the [[premiss]] of the [[next]], Luc. | |mdlsjtxt=[[σωρείτης]], ου, ὁ, [[σωρός]]<br />masc. adj. heaped up: ὁ [[σωρείτης]] [[συλλογισμός]] a [[sorites]] or [[heap]] of syllogisms, the [[conclusion]] of one forming the [[premiss]] of the [[next]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 10 January 2021
English (LSJ)
σωρειτικός, (the fallacy of the heap) A v. σωρίτης, σωριτικός.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.
Greek (Liddell-Scott)
σωρείτης: -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ σωρείτης (συλλογισμός), sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ συμπέρασμα τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ τύπος σωρίτης εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον σωρείτης, ὡς καὶ τὰ σωρειτικός, σωρεῖτις.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
mis en monceau, formé par accumulation : σωρείτης συλλογισμός sorite, genre de raisonnement fondé sur une accumulation de prémisses.
Étymologie: σωρεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σωρίτης Α
(λογ.)
1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία
2. το επιχείρημα του σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να αποκαλούμε σωρό ένα σημαντικό αριθμό σπόρων, όταν αφαιρούμε διαδοχικά σπόρους απ' αυτόν, αλλά είναι αδύνατο να πούμε πότε παύει να είναι σωρός
νεοελλ.
(μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών, ο οποίος αναπτύσσεται, γενικά, κατά την κατακόρυφη διεύθυνση έχοντας τη μορφή θόλων πλαισιωμένων με στρογγυλές προεξοχές σε σχήμα πύργων ή λόφων, ενώ η ανώτερη επιφάνειά του θυμίζει κουνουπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στνλ-ίτης). Ο τ. σωρ-είτης κατ' επίδραση τών σωρεία, σωρεύω].
Greek Monotonic
σωρείτης: -ου, ὁ (σωρός), αρσ. επίθ., αυτός που έχει επισωρευθεί, συσσωρευμένος, συναγμένος· ὁ σωρείτης (συλλογισμός), Λατ. sorites, σωρός συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα του προηγούμενου, αποτελεί την υπόθεση, δηλ. την ηγουμένη ή μείζονα πρόταση του επομένου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σωρείτης: ου adj. m нагроможденный: σ. (sc. συλλογισμός или λόγος) лог. сорит
1) софизм о «куче», основанный на неопределимости того количества, которое необходимо для образования «кучи» Sext.;
2) слитный или цепной силлогизм Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωρείτης -ου, [σωρός] ὁ σωρείτης λόγος de redenering over de hoop (tot hoever kun je zandkorrels wegnemen van een hoop zand voordat het geen hoop meer is?). Luc. 17.23.
Middle Liddell
σωρείτης, ου, ὁ, σωρός
masc. adj. heaped up: ὁ σωρείτης συλλογισμός a sorites or heap of syllogisms, the conclusion of one forming the premiss of the next, Luc.