εφευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφευρίσκω]], Α ιων. τ. [[ἐπευρίσκω]])<br />[[επινοώ]] [[κάτι]] το νέο, [[κάτι]] το άγνωστο, [[κάνω]] [[εφεύρεση]] (α. «ἐφεῡρε δ' ἄστρων [[μέτρα]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «[[εφευρίσκω]] τρόπο υπεκφυγής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]] («εἴ που ἐφεύροι ἠϊόνας [[λιμένας]] τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐφευρίσκομαι</i><br />ανακαλύπτομαι, συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> [[ανακαλύπτω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσεπινοώ]] (δ. γρφ. <i>ἔθ</i>' [[εὑρίσκω]])<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] [[επιπλέον]] («ὅσα δ' ἄν ἐφευρίσκῃ [[[τέλη]]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εὑρίσκω]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφευρίσκω]], Α ιων. τ. [[ἐπευρίσκω]])<br />[[επινοώ]] [[κάτι]] το νέο, [[κάτι]] το άγνωστο, [[κάνω]] [[εφεύρεση]] (α. «ἐφεῡρε δ' ἄστρων [[μέτρα]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «[[εφευρίσκω]] τρόπο υπεκφυγής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]] («εἴ που ἐφεύροι ἠϊόνας [[λιμένας]] τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐφευρίσκομαι</i><br />ανακαλύπτομαι, συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> [[ανακαλύπτω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσεπινοώ]] (δ. γρφ. <i>ἔθ</i>' [[εὑρίσκω]])<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] [[επιπλέον]] («ὅσα δ' ἄν ἐφευρίσκῃ ([[τέλη]])», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εὑρίσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 12 January 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω)
επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ' ἄστρων μέτρα», Σοφ.
β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής»)
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι ἠϊόνας λιμένας τε», Ομ. Οδ.)
2. παθ. ἐφευρίσκομαι
ανακαλύπτομαι, συλλαμβάνομαι
3. ανακαλύπτω κάτι επί πλέον, προσεπινοώ (δ. γρφ. ἔθ' εὑρίσκω)
4. εισάγω κάτι επιπλέον («ὅσα δ' ἄν ἐφευρίσκῃ (τέλη)», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εὑρίσκω.