οξύτονος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύτονος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ήχο), [[οξύς]], [[διαπεραστικός]] («ὀξυτόνων γόων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) αυτή που τονίζεται στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που άδεται σε οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ὀξύτονον]]- (πιθ. γρφ. [[αντί]] [[οξύγονον]]) [[είδος]] φυτού. <br /><b>επίρρ.</b><i> | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύτονος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ήχο), [[οξύς]], [[διαπεραστικός]] («ὀξυτόνων γόων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) αυτή που τονίζεται στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που άδεται σε οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ὀξύτονον]]- (πιθ. γρφ. [[αντί]] [[οξύγονον]]) [[είδος]] φυτού. <br /><b>επίρρ.</b><i></i><br />[[οξυτόνως]] (ΑΜ [[ὀξυτόνως]])<br />με οξύ τόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>τονος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:59, 21 January 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].