ἰθύκυφος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<b class="b3">, ον</b>" to ", ον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithykyfos | |Transliteration C=ithykyfos | ||
|Beta Code=i)qu/kufos | |Beta Code=i)qu/kufos | ||
|Definition=η, ον, of parts of the normal spine, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[frontally concave]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span> ( | |Definition=η, ον, of parts of the normal spine, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[frontally concave]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span> ([[ἰθυκυφής]], ές,<span class="title">Mochl.</span>1); opp. [[ἰθύλορδος]], η, ον (ος, ον <span class="title">Mochl.</span>l.c.), [[frontally convex]], ll. cc., cf. Gal.18(2).542.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»]. | |mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:07, 25 January 2021
English (LSJ)
η, ον, of parts of the normal spine, A frontally concave, Hp.Art.45 (ἰθυκυφής, ές,Mochl.1); opp. ἰθύλορδος, η, ον (ος, ον Mochl.l.c.), frontally convex, ll. cc., cf. Gal.18(2).542.
Greek Monolingual
ἰθύκυφος, -ύφη, -ον (Α)
(για το άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης)
αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»].