ἀναμφίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamfilektos
|Transliteration C=anamfilektos
|Beta Code=a)namfi/lektos
|Beta Code=a)namfi/lektos
|Definition=ον, = sq., <span class="sense"><span class="bld">A</span> τιμή <span class="bibl">D.H.9.44</span>; πίστις Longin.7.4. Adv. -τως <span class="bibl"><span class="title">PPar.</span>15.3.56</span> (ii B. C.), <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.5</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span>15</span>.</span>
|Definition=ον, = [[ἀναμφίλογος]] ([[undisputed]], [[undoubted]]), τιμή DH. 9.44 ; [[πίστις]] Longin. 7.4. Adv. [[ἀναμφιλέκτως]] PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. ''M.'' 7.5, Luc. ''Rh. Pr.'' 15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:15, 28 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφίλεκτος Medium diacritics: ἀναμφίλεκτος Low diacritics: αναμφίλεκτος Capitals: ΑΝΑΜΦΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anamphílektos Transliteration B: anamphilektos Transliteration C: anamfilektos Beta Code: a)namfi/lektos

English (LSJ)

ον, = ἀναμφίλογος (undisputed, undoubted), τιμή DH. 9.44 ; πίστις Longin. 7.4. Adv. ἀναμφιλέκτως PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. M. 7.5, Luc. Rh. Pr. 15.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. -ως indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίλεκτος, -ον) ἀμφίλεκτος
αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.

Greek Monotonic

ἀναμφίλεκτος: -ον, = το επόμ., σε Λουκ.