μεσαμβρινός: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(5)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεσαμβρινός
|Medium diacritics=μεσαμβρινός
|Low diacritics=μεσαμβρινός
|Capitals=ΜΕΣΑΜΒΡΙΝΟΣ
|Transliteration A=mesambrinós
|Transliteration B=mesambrinos
|Transliteration C=mesamvrinos
|Beta Code=mesambrino/s
|Definition=v. [[μεσημβρινός]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσαμβρινός]], -ά, -όν (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεσημβρινός]].
|mltxt=[[μεσαμβρινός]], -ά, -όν (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεσημβρινός]].

Revision as of 10:49, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαμβρινός Medium diacritics: μεσαμβρινός Low diacritics: μεσαμβρινός Capitals: ΜΕΣΑΜΒΡΙΝΟΣ
Transliteration A: mesambrinós Transliteration B: mesambrinos Transliteration C: mesamvrinos Beta Code: mesambrino/s

English (LSJ)

v. μεσημβρινός.

Greek Monolingual

μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.

Greek Monotonic

μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.