ταρτήμορον: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(40) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ταρτήμορον | |||
|Medium diacritics=ταρτήμορον | |||
|Low diacritics=ταρτήμορον | |||
|Capitals=ΤΑΡΤΗΜΟΡΟΝ | |||
|Transliteration A=tartḗmoron | |||
|Transliteration B=tartēmoron | |||
|Transliteration C=tartimoron | |||
|Beta Code=tarth/moron | |||
|Definition=v. [[ταρτημόριον]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταρτήμορον''': τό, [[ὄνομα]] μέτρου, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. ΙΙ. 476. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φέρεται μόνον [[ταρτημόριον]] ἐκ τοῦ Ἡσυχίου καὶ τοῦ Φωτίου ὡς [[ὄνομα]] νομίσματος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''ταρτήμορον''': τό, [[ὄνομα]] μέτρου, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. ΙΙ. 476. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φέρεται μόνον [[ταρτημόριον]] ἐκ τοῦ Ἡσυχίου καὶ τοῦ Φωτίου ὡς [[ὄνομα]] νομίσματος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. |
Latest revision as of 10:51, 31 January 2021
English (LSJ)
v. ταρτημόριον.
Greek (Liddell-Scott)
ταρτήμορον: τό, ὄνομα μέτρου, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. ΙΙ. 476. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φέρεται μόνον ταρτημόριον ἐκ τοῦ Ἡσυχίου καὶ τοῦ Φωτίου ὡς ὄνομα νομίσματος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τεταρτήμορον / τεταρτημόριον.