περίκυκλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(32)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περίκυκλος
|Medium diacritics=περίκυκλος
|Low diacritics=περίκυκλος
|Capitals=ΠΕΡΙΚΥΚΛΟΣ
|Transliteration A=períkyklos
|Transliteration B=perikyklos
|Transliteration C=perikyklos
|Beta Code=peri/kuklos
|Definition=ον, [[all round]], [[spherical]], Tryph. 34; [[Στέφανος]] Nonn. ''D.'' 25.145; [[περικύκλῳ]], = [[πέριξ]], [[round about]], LXX De. 6.14, Ps. 88 (89).7, Hero ''Aut.'' 4.2, Plu. 2.755a, ADysc. ''Synt.'' 336.24; in earlier writers divisim, as Pl. ''Phd.'' 112e.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] ὁ, der Umkreis, wie vielleicht Plut. amator. 10 π ερικύκλῳ δραμόντες zu nehmenist. um und um rund, kugelrund, auch περικύκλιος, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] ὁ, der Umkreis, wie vielleicht Plut. amator. 10 π ερικύκλῳ δραμόντες zu nehmenist. um und um rund, kugelrund, auch περικύκλιος, Sp.

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκυκλος Medium diacritics: περίκυκλος Low diacritics: περίκυκλος Capitals: ΠΕΡΙΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: períkyklos Transliteration B: perikyklos Transliteration C: perikyklos Beta Code: peri/kuklos

English (LSJ)

ον, all round, spherical, Tryph. 34; Στέφανος Nonn. D. 25.145; περικύκλῳ, = πέριξ, round about, LXX De. 6.14, Ps. 88 (89).7, Hero Aut. 4.2, Plu. 2.755a, ADysc. Synt. 336.24; in earlier writers divisim, as Pl. Phd. 112e.

German (Pape)

[Seite 581] ὁ, der Umkreis, wie vielleicht Plut. amator. 10 π ερικύκλῳ δραμόντες zu nehmenist. um und um rund, kugelrund, auch περικύκλιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίκυκλος: -ον, ὅλος κυκλοτερής, σφαιροειδής, ὁλοστρόγγυλος, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 34· στέφανος Νόνν. Δ. 25. 145· ― περικύκλῳ = πέριξ, ὁλόγυρα, δύναται νὰ θεωρηθῇ καλῶς ἔχον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 14, Ψαλμ. ΠΗ΄, 8, κτλ.)· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 112Ε, Πλουτ. 2. 755Α, ἀποκατεστάθη, περὶ κύκλῳ πρβλ. Τίμ. 40Α, Νόμ. 964Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος
2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ
γύρω γύρω, ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κύκλος (πρβλ. υπό-κυκλος)].