ὀρθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(1ba)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὀρθόθριξ
|Medium diacritics=ὀρθόθριξ
|Low diacritics=ορθόθριξ
|Capitals=ΟΡΘΟΘΡΙΞ
|Transliteration A=orthóthrix
|Transliteration B=orthothrix
|Transliteration C=orthothriks
|Beta Code=o)rqo/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[with hair upstanding]] or [[making the hair stand on end]], [[φόβος]] A. ''Ch.'' 32 (lyr.); [[φόβαι]] DH. 7.72.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0374.png Seite 374]] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, [[φόβος]], Aesch. Ch. 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0374.png Seite 374]] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, [[φόβος]], Aesch. Ch. 32.

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόθριξ Medium diacritics: ὀρθόθριξ Low diacritics: ορθόθριξ Capitals: ΟΡΘΟΘΡΙΞ
Transliteration A: orthóthrix Transliteration B: orthothrix Transliteration C: orthothriks Beta Code: o)rqo/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with hair upstanding or making the hair stand on end, φόβος A. Ch. 32 (lyr.); φόβαι DH. 7.72.

German (Pape)

[Seite 374] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, φόβος, Aesch. Ch. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, φόβος Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. ὀρθόκερως.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.
Étymologie: ὀρθός, θρίξ.

Greek Monolingual

ὀρθόθριξ, -τριχος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ.
β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό-θριξ)].

Greek Monotonic

ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι τρίχες των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόθριξ: τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом (φόβος Aesch.).

Middle Liddell

ὀρθό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
with hair up-standing, Aesch.