κηλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(20)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κηλοτόμος
|Medium diacritics=κηλοτόμος
|Low diacritics=κηλοτόμος
|Capitals=ΚΗΛΟΤΟΜΟΣ
|Transliteration A=kēlotómos
|Transliteration B=kēlotomos
|Transliteration C=kilotomos
|Beta Code=khloto/mos
|Definition=ὁ, [[herniotomist]], Gal. ''Thras.'' 24. ([[varia lectio|v.l.]] [[κηλοτομικόν]]<b).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλοτόμος''': -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.
|lstext='''κηλοτόμος''': -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.

Revision as of 11:00, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλοτόμος Medium diacritics: κηλοτόμος Low diacritics: κηλοτόμος Capitals: ΚΗΛΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kēlotómos Transliteration B: kēlotomos Transliteration C: kilotomos Beta Code: khloto/mos

English (LSJ)

ὁ, herniotomist, Gal. Thras. 24. (v.l. κηλοτομικόν<b).

Greek (Liddell-Scott)

κηλοτόμος: -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.

Greek Monolingual

κηλοτόμος, ὁ (Α)
αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο-τόμος, ομφαλο-τόμος.