χορδότονος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(4b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=χορδότονος
|Medium diacritics=χορδότονος
|Low diacritics=χορδότονος
|Capitals=ΧΟΡΔΟΤΟΝΟΣ
|Transliteration A=chordótonos
|Transliteration B=chordotonos
|Transliteration C=chordotonos
|Beta Code=xordo/tonos
|Definition=ον, Pass., [[stretched with strings]], [[λύρα]] S. ''Fr.'' 244 (lyr.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη [[χορδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σχοινό</i>-<i>τονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
|mltxt=-ον, Α<br />(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη [[χορδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σχοινό</i>-<i>τονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.

Revision as of 11:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδότονος Medium diacritics: χορδότονος Low diacritics: χορδότονος Capitals: ΧΟΡΔΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: chordótonos Transliteration B: chordotonos Transliteration C: chordotonos Beta Code: xordo/tonos

English (LSJ)

ον, Pass., stretched with strings, λύρα S. Fr. 244 (lyr.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.

Russian (Dvoretsky)

χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).