περιττωματικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περιττωματικός
|Medium diacritics=περιττωματικός
|Low diacritics=περιττωματικός
|Capitals=ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=perittōmatikós
|Transliteration B=perittōmatikos
|Transliteration C=perittomatikos
|Beta Code=perittwmatiko/s
|Definition=''Attic'' for [[περισσωματικός]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιττωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[περισσωματικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[περίττωμα]], -ατος<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν [[σάρκα]]», Ιούλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττωματικῶς</i> και <i>περισσωματικῶς</i> Α<br />ως [[περίττωμα]], ως [[έκκριση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[περιττωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[περισσωματικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[περίττωμα]], -ατος<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν [[σάρκα]]», Ιούλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττωματικῶς</i> και <i>περισσωματικῶς</i> Α<br />ως [[περίττωμα]], ως [[έκκριση]].
}}
}}

Revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιττωματικός Medium diacritics: περιττωματικός Low diacritics: περιττωματικός Capitals: ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perittōmatikós Transliteration B: perittōmatikos Transliteration C: perittomatikos Beta Code: perittwmatiko/s

English (LSJ)

Attic for περισσωματικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιττωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, -ή, -όν, ΜΑ περίττωμα, -ατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα
αρχ.
(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ.
β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν σάρκα», Ιούλ.).
επίρρ...
περιττωματικῶς και περισσωματικῶς Α
ως περίττωμα, ως έκκριση.