ὑπόπλεως: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ2 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὑπόπλεως
|Medium diacritics=ὑπόπλεως
|Low diacritics=υπόπλεως
|Capitals=ΥΠΟΠΛΕΩΣ
|Transliteration A=hypópleōs
|Transliteration B=hypopleōs
|Transliteration C=ypopleos
|Beta Code=u(po/plews
|Definition=ων, ''Attic'' for [[ὑπόπλεος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ων, gen. ω, att. statt [[ὑπόπλεος]], [[ὑπόπλεως]] τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] ων, gen. ω, att. statt [[ὑπόπλεος]], [[ὑπόπλεως]] τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.
Line 4: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων;<br /><i>att. c.</i> [[ὑπόπλεος]].
|btext=ως, ων;<br /><i>att. c.</i> [[ὑπόπλεος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ων, και [[ὑπόπλεος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο αρκετά [[γεμάτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γεμίσει με [[κάτι]] [[χωρίς]] να έχει γίνει [[αντιληπτός]] («ἀργυρίων [[ὑπόπλεος]]», Τιμοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπλεως:''' атт. = [[ὑπόπλεος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεως Medium diacritics: ὑπόπλεως Low diacritics: υπόπλεως Capitals: ΥΠΟΠΛΕΩΣ
Transliteration A: hypópleōs Transliteration B: hypopleōs Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/plews

English (LSJ)

ων, Attic for ὑπόπλεος.

German (Pape)

[Seite 1229] ων, gen. ω, att. statt ὑπόπλεος, ὑπόπλεως τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. ὑπόπλεος.

Greek Monolingual

-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεως: атт. = ὑπόπλεος.