δικηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikigoros
|Transliteration C=dikigoros
|Beta Code=dikhgo/ros
|Beta Code=dikhgo/ros
|Definition=ὁ, [[advocate]], Lyd. ''Mag.'' 3.66, Agath. 5.7, Suid. s.v. [[Ἀλέξανδρος]] [[Αἰγαῖος]], Eust. 131.2.
|Definition=ὁ, [[advocate]], Lyd. ''Mag.'' 3.66, Agath. 5.7, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀλέξανδρος]] [[Αἰγαῖος]], Eust. 131.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:30, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικηγόρος Medium diacritics: δικηγόρος Low diacritics: δικηγόρος Capitals: ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: dikēgóros Transliteration B: dikēgoros Transliteration C: dikigoros Beta Code: dikhgo/ros

English (LSJ)

ὁ, advocate, Lyd. Mag. 3.66, Agath. 5.7, Suid. s.v. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust. 131.2.

German (Pape)

[Seite 629] ὁ, Proceßführer, Sachwalter, Sp.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ abogado Lyd.Mag.3.66, Agath.5.7.1, Sud.s.u. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust.131.2.

Greek Monolingual

ο, η (Α δικηγόρος)
νομικός ο οποίος κατ' επάγγελμα υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο
νεοελλ.
1. αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)
2. εύγλωττος, ευφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -ηγορος < αγορά. Η λ. απαντά ήδη κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο συνήγορος, αλλά ο τονισμός κατά το δημηγόρος.