σχοινοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schoinodromos
|Transliteration C=schoinodromos
|Beta Code=sxoinodro/mos
|Beta Code=sxoinodro/mos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rope-climber]], ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. [[σχοινίον]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rope-climber]], ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[σχοινίον]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:55, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοδρόμος Medium diacritics: σχοινοδρόμος Low diacritics: σχοινοδρόμος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: schoinodrómos Transliteration B: schoinodromos Transliteration C: schoinodromos Beta Code: sxoinodro/mos

English (LSJ)

ὁ, A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.

German (Pape)

[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.