παρδάλειος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, και | |mltxt=-ον, και παρδαλαῖος, -α, -ον, και ιων. τ. [[παρδάλεος]], -ον, ΜΑ [[πάρδαλις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λεοπάρδαλη]], [[κυρίως]] ως [[προς]] το στικτό [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[λεοπάρδαλη]] («παρδάλειον [[στέαρ]]»)<br /><b>3.</b> [[δόλιος]] και [[κακός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρδάλειος:''' (δᾰ) барсовый, леопардовый: παρδάλειον [[φάρμακον]] Arst. = [[παρδαλιαγχές]]. | |elrutext='''παρδάλειος:''' (δᾰ) барсовый, леопардовый: παρδάλειον [[φάρμακον]] Arst. = [[παρδαλιαγχές]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 14 March 2021
English (LSJ)
or παρδᾰλ-εος (which is said to be Ion., EM652.35), ον, A of or like a pard, π. στέαρ Dsc.2.76 ; π. φάρμακον, prob. = παρδαλιαγχές, Arist.Mir.831a5 : metaph., of savage men, παρδάλεοι θῆρες LXX 4 Ma.9.28.
German (Pape)
[Seite 509] auch 2 Endgn, = παρδάλεος, Sp.; – φάρμακον, Arist. mirab. 6.
Greek (Liddell-Scott)
παρδάλειος: ἢ -εος, ον, (ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι Ἰων., Ἐτυμ. Μέγ.)· ― ὁ ἀνήκων εἰς πάρδαλιν ἢ ὅμοιος αὐτῇ, π. στέαρ Διοσκ. 2. 90· π. φάρμακον πιθ., = παρδαλιαγχές, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 6· μεταφορ., ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, παρδάλεοι θῆρες Ἰωσήπ. Μακκ. 9. 28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de panthère ou de léopard;
2 semblable à une panthère ou à un léopard.
Étymologie: πάρδαλις.
Greek Monolingual
-ον, και παρδαλαῖος, -α, -ον, και ιων. τ. παρδάλεος, -ον, ΜΑ πάρδαλις
1. αυτός που μοιάζει με λεοπάρδαλη, κυρίως ως προς το στικτό δέρμα
2. αυτός που προέρχεται από λεοπάρδαλη («παρδάλειον στέαρ»)
3. δόλιος και κακός.
Russian (Dvoretsky)
παρδάλειος: (δᾰ) барсовый, леопардовый: παρδάλειον φάρμακον Arst. = παρδαλιαγχές.