κρουναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(3)
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κρουναῑος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=κρουναῖος, -αία, -ον (Α) [[κρουνός]]<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]], ο [[πηγαίος]] («κρουναῖον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρουναῖος:''' Arst. v. l. = [[κρηναῖος]].
|elrutext='''κρουναῖος:''' Arst. v. l. = [[κρηναῖος]].
}}
}}

Revision as of 08:45, 14 March 2021

German (Pape)

[Seite 1514] aus einer Quelle, ὕδωρ, Spring-, Quellwasser, Arist. meteorl. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κρουναῖος: -α, -ον, (κρουνὸς) ἐκ κρήνης, κρ. ὕδωρ, ὕδωρ ἐκ κρήνης, πηγαῖον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. Μετεωρ.· (κρηναῖος ἀπαντᾷ ἐν 2. 1, 6.)

Greek Monolingual

κρουναῖος, -αία, -ον (Α) κρουνός
αυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῖον ὕδωρ», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κρουναῖος: Arst. v. l. = κρηναῖος.