στοιχάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
mNo edit summary
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] σειρές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[στοιχάς]]<br />[[είδος]] του αρωματικού φυτού [[λαβαντίς]], που ονομάστηκε [[έτσι]] από τις Στοιχάδες νήσους<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Στοιχάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) [[σειρά]] νησιών στη νοτιανατολική [[ακτή]] της Γαλλίας, [[κοντά]] στη [[Μασσαλία]], που [[σήμερα]] ονομάζονται νήσοι Υέρ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῑαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν φυτευμένα [[κατά]] σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι [[μορίες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοίχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />(<b>πρβλ.</b> <i>στιβ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] σειρές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[στοιχάς]]<br />[[είδος]] του αρωματικού φυτού [[λαβαντίς]], που ονομάστηκε [[έτσι]] από τις Στοιχάδες νήσους<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Στοιχάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) [[σειρά]] νησιών στη νοτιανατολική [[ακτή]] της Γαλλίας, [[κοντά]] στη [[Μασσαλία]], που [[σήμερα]] ονομάζονται νήσοι Υέρ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῖαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν φυτευμένα [[κατά]] σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι [[μορίες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοίχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />(<b>πρβλ.</b> <i>στιβ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχάς Medium diacritics: στοιχάς Low diacritics: στοιχάς Capitals: ΣΤΟΙΧΑΣ
Transliteration A: stoichás Transliteration B: stoichas Transliteration C: stoichas Beta Code: stoixa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) A in a row one behind another, esp. αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοι), name of the islands which lie in a row east of Toulon, now the îles d'Hyères, A.R.4.554, Str.4.1.10. 2 ἐλᾶαι στοιχάδες olive-trees (prob. because planted in rows) which were not sacred, like the μορίαι, Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62. II στοιχάς, , an aromatic plant, cassidony, Lavandula stoechas, Orph.A.918, Dsc. 3.26.

German (Pape)

[Seite 945] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch στιχάς geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα (ἴσως ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄ , 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. στοιχάς, ἡ, ἀρωματικόν τι φυτόν, Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
aligné ; subst.στοιχάς, sorte de lavande, plante.
Étymologie: στείχω.

Greek Monolingual

-άδος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές
2. το θηλ.στοιχάς
είδος του αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες
(ενν. νήσοι) σειρά νησιών στη νοτιανατολική ακτή της Γαλλίας, κοντά στη Μασσαλία, που σήμερα ονομάζονται νήσοι Υέρ
4. φρ. «ἐλαῖαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν φυτευμένα κατά σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι μορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοίχος + επίθημα -άς, -άδος
(πρβλ. στιβ-άς)].

Greek Monotonic

στοιχάς: -άδος, ἡ (στοῖχος), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· αἱΣτοιχάδες (ενν. νῆσοι), συστάδα νησιών κοντά στη Μασσαλία, που τώρα ονομάζονται les Isles d' Hières, σε Στράβ.

Middle Liddell

στοιχάς, άδος, στοῖχος
in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a row of islands off Marseilles, now les Isles d' Hieres, Strab.