σωματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>" to "ῠ], ᾰκος, ὁ")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, , ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σωματοφύλακας]].
|mltxt=ο [[σωματοφύλακας]] / [[σωματοφύλαξ]], -ακος, ΝΜΑ, θηλ. [[σωματοφυλάκισσα]] Μ<br />[[άτομο]] επιφορτισμένο με τη [[διαφύλαξη]] της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ<br />γ. «[[τότε]] δὲ [[σωματοφύλαξ]] ὑπάρχων [[μάλιστα]] προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που προστατεύει το [[σώμα]] από κάποιο [[κακό]] («[[φυλακτήριον]] [[σωματοφύλαξ]] πρὸς [[δαίμονας]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>αχος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.
|elnltext=σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.
}}
}}

Revision as of 12:43, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφύλαξ Medium diacritics: σωματοφύλαξ Low diacritics: σωματοφύλαξ Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: sōmatophýlax Transliteration B: sōmatophylax Transliteration C: somatofylaks Beta Code: swmatofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, A bodyguard, Sammelb.3941.5 (ii B.C.), Plb.15.32.6, J.Vit.18, Gal.14.624: in pl., Plb.8.20.8, al., LXX Ju.12.7, D.S.34.2, Arr.An.1.6.5, Hdn.4.13.1: as Adj., protecting the body, φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας PMag.Lond. 121.597.

German (Pape)

[Seite 1060] ακος, ὁ, Leibwächter, Leibwache; Ar. An. 1, 6, 8; Hdn. 4, 13, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τοῦ σώματος τινος, ὁ τὸ σῶμα φυλάσσων τοῦ βασιλέως, φύλαξ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, δορυφόρος, Γαλην. - ἐν τῷ πληθ., Διοδ. Ἐκλογ. 529. 53, Ἀρρ. Ἀν. 1. 6, 5, Ἡρῳδιαν. 4. 13.

Spanish

que protege el cuerpo

Greek Monolingual

ο σωματοφύλακας / σωματοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ
άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ
γ. «τότε δὲ σωματοφύλαξ ὑπάρχων μάλιστα προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», Πολ.)
αρχ.
ως επίθ. αυτός που προστατεύει το σώμα από κάποιο κακόφυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φύλαξ, -αχος].

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ телохранитель Diod., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.