προσκατανέμω: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατανέμω]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] επί [[πλέον]] («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απονέμω]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] επί [[πλέον]] ως ανάλογο [[μερίδιο]], [[διαμοιράζω]], [[διανέμω]] («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[κατανέμω]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] επί [[πλέον]] («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απονέμω]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] επί [[πλέον]] ως ανάλογο [[μερίδιο]], [[διαμοιράζω]], [[διανέμω]] («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῖς ἀπόροις καὶ πένησιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατανέμω Medium diacritics: προσκατανέμω Low diacritics: προσκατανέμω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΝΕΜΩ
Transliteration A: proskatanémō Transliteration B: proskatanemō Transliteration C: proskatanemo Beta Code: proskatane/mw

English (LSJ)

A allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.

German (Pape)

[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.

French (Bailly abrégé)

distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.

Greek Monolingual

Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῖς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατανέμω bovendien toewijzen.

Russian (Dvoretsky)

προσκατανέμω:
1) сверх того распределять, раздавать (Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Plut.);
2) дополнительно учреждать (δευτέραν βουλήν Plut.).

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
to assign besides, Plut.