κάττυμα: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κάττυμα]], Α και [[κάσσυμα]]) [[καττύω]]<br />[[πέλμα]] υποδήματος από σκληρό [[δέρμα]], η [[σόλα]] («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομμάτι]] από [[δέρμα]] που αντικαθιστά φθαρμένη [[σόλα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μπάλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ελαφρών [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μελωδίας που παιζόταν με την [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δόλος]], [[κατεργαριά]].
|mltxt=το (ΑΜ [[κάττυμα]], Α και [[κάσσυμα]]) [[καττύω]]<br />[[πέλμα]] υποδήματος από σκληρό [[δέρμα]], η [[σόλα]] («προσερραμένα τοῖς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομμάτι]] από [[δέρμα]] που αντικαθιστά φθαρμένη [[σόλα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μπάλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ελαφρών [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μελωδίας που παιζόταν με την [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δόλος]], [[κατεργαριά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάττυμα Medium diacritics: κάττυμα Low diacritics: κάττυμα Capitals: ΚΑΤΤΥΜΑ
Transliteration A: káttyma Transliteration B: kattyma Transliteration C: kattyma Beta Code: ka/ttuma

English (LSJ)

Attic for κάσσυμα.

German (Pape)

[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.

French (Bailly abrégé)

att. p. κάσσυμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῖς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.

Greek Monotonic

κάττῡμα: καττύω, Αττ. αντί κάσσυμα, κασσύω.

Russian (Dvoretsky)

κάττυμα: ατος τό атт. = κάσσυμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool.