ἑτοιμολογία: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_11)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμολογία''': ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-[[λόγος]], ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[εὑρεσίλογος]].
|lstext='''ἑτοιμολογία''': ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-[[λόγος]], ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[εὑρεσίλογος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμολογία]]) [[ετοιμόλογος]]<br />η [[ετοιμότητα]] στον λόγο, το να απαντά [[κάποιος]] με [[άνεση]] και [[ευχέρεια]], το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προχειρολογία]]<br /><b>2.</b> η πνευματική [[ευστροφία]].
}}
}}

Latest revision as of 18:56, 25 March 2021

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, Geneigtheit zum Reden, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμολογία: ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-λόγος, ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. εὑρεσίλογος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.