διικνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(9)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=διικνοῡμαι (-έομαι) (Α) [[ικνούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[ανάμεσα]], [[διεισδύω]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) παρεμβάλλομαι<br /><b>4.</b> (για ψυχικά [[πάθη]]) [[υπομένω]] [[μέχρι]] τέλους<br /><b>5.</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]]<br /><b>6.</b> [[πετυχαίνω]] με βλήματα έναν στόχο.
|mltxt=διικνοῦμαι (-έομαι) (Α) [[ικνούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[ανάμεσα]], [[διεισδύω]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) παρεμβάλλομαι<br /><b>4.</b> (για ψυχικά [[πάθη]]) [[υπομένω]] [[μέχρι]] τέλους<br /><b>5.</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]]<br /><b>6.</b> [[πετυχαίνω]] με βλήματα έναν στόχο.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

διικνοῦμαι (-έομαι) (Α) ικνούμαι
1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω
2. διηγούμαι, εκθέτω
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους
5. φθάνω ώς ένα σημείο
6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο.