επικαρπολογώ: Difference between revisions

From LSJ
(13)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἐπικαρπολογοῡμαι, -έομαι)<br />[[μαζεύω]] τους καρπούς που απέμειναν [[μετά]] τον θερισμό ή τον τρύγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επίκαρπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]])].
|mltxt=(Α ἐπικαρπολογοῦμαι, -έομαι)<br />[[μαζεύω]] τους καρπούς που απέμειναν [[μετά]] τον θερισμό ή τον τρύγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επίκαρπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α ἐπικαρπολογοῦμαι, -έομαι)
μαζεύω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον θερισμό ή τον τρύγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαρπος + -λογώ (< λόγος)].