συγκαταριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(39)
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.