κορυμβώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(21)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κορυμβῶ, -όω (Μ) [[κόρυμβος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόρυμβο<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κορυμβοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.
|mltxt=κορυμβῶ, -όω (Μ) [[κόρυμβος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κόρυμβο<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κορυμβοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

κορυμβῶ, -όω (Μ) κόρυμβος
1. κάνω κάτι κόρυμβο
2. παθ. κορυμβοῦμαι, -όομαι
(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.