τελειοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τελειοποιῶ, -έω, ΝΜΑ [[τελειοποιός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[ολοκληρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βελτιώνω]], [[καλυτερεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] τέλειο μοναχό κάποιον ( | |mltxt=τελειοποιῶ, -έω, ΝΜΑ [[τελειοποιός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[ολοκληρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βελτιώνω]], [[καλυτερεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] τέλειο μοναχό κάποιον («τελειοποιεῖν δι' ἀποκάρσεως», Βαλσ.)<br /><b>2.</b> (για ιερέα) [[τελώ]] το [[μυστήριο]] του γάμου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
τελειοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τελειοποιός
κάνω κάτι τέλειο, ολοκληρώνω
νεοελλ.
βελτιώνω, καλυτερεύω
μσν.
1. καθιστώ τέλειο μοναχό κάποιον («τελειοποιεῖν δι' ἀποκάρσεως», Βαλσ.)
2. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του γάμου.