σύμφυρση: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(39)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
}}
}}

Revision as of 20:29, 26 March 2021

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).