πηδαλιουχώ: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(32)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πηδαλιουχῶ, -έω, ΝΜΑ [[πηδαλιούχος]]<br />[[χειρίζομαι]] το [[πηδάλιο]], [[κατευθύνω]] το [[πλοίο]], [[είμαι]] [[πηδαλιούχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρκμ.) [[πηδαλιουχούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) <b>ως επίθ.</b> αυτός που φέρει [[πηδάλιο]] και κυβερνιέται με [[πηδάλιο]]<br />β) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πηδαλιουχούμενο</i><br />[[αερόπλοιο]] ή [[αερόστατο]] που κατευθύνεται με [[πηδάλιο]] ή με πηδάλια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[κατευθύνω]], [[διέπω]] («πηδαλιουχεῑν τὰ σύμπαντα», Φίλ.).
|mltxt=πηδαλιουχῶ, -έω, ΝΜΑ [[πηδαλιούχος]]<br />[[χειρίζομαι]] το [[πηδάλιο]], [[κατευθύνω]] το [[πλοίο]], [[είμαι]] [[πηδαλιούχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρκμ.) [[πηδαλιουχούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) <b>ως επίθ.</b> αυτός που φέρει [[πηδάλιο]] και κυβερνιέται με [[πηδάλιο]]<br />β) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πηδαλιουχούμενο</i><br />[[αερόπλοιο]] ή [[αερόστατο]] που κατευθύνεται με [[πηδάλιο]] ή με πηδάλια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[κατευθύνω]], [[διέπω]] («πηδαλιουχεῖν τὰ σύμπαντα», Φίλ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

πηδαλιουχῶ, -έω, ΝΜΑ πηδαλιούχος
χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, -η, -ο
α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο
β) το ουδ. ως ουσ. το πηδαλιουχούμενο
αερόπλοιο ή αερόστατο που κατευθύνεται με πηδάλιο ή με πηδάλια
μσν.-αρχ.
μτφ. κυβερνώ, κατευθύνω, διέπω («πηδαλιουχεῖν τὰ σύμπαντα», Φίλ.).