επανίστημι: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(13) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [[ίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>επανίσταμαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντίπαλος]], εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[επαναστατώ]] («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] εκ νέου<br /><b>2.</b> [[ξεσηκώνω]], [[κινώ]] σε [[στάση]] [[εναντίον]] κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]]<br />γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ | |mltxt=(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [[ίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>επανίσταμαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντίπαλος]], εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[επαναστατώ]] («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] εκ νέου<br /><b>2.</b> [[ξεσηκώνω]], [[κινώ]] σε [[στάση]] [[εναντίον]] κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]]<br />γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῦ ἐπιτηδείους», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) σηκώνομαι [[μετά]] από κάποιον ή με τη [[διαταγή]] κάποιου<br />ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (για κτίσματα) υψώνομαι [[πάνω]] από μια [[επιφάνεια]], εγείρομαι, ιδρύομαι<br /><b>5.</b> (για όγκο ή [[οίδημα]]) πρήζομαι<br /><b>6.</b> [[προεξέχω]], [[προβάλλω]]<br /><b>7.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ ἐπανεστεῶτες</i> <b>ιων. τ.</b><br />οι επαναστάτες<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπανίσταμαι τυραννεῖν» — [[επαναστατώ]] για να γίνω [[τύραννος]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπανίσταμαι</i><br />[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]] ερωτικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) ίστημι
παθ. επανίσταμαι
γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.)
μσν.
καθιστώ
αρχ.
1. ανεγείρω εκ νέου
2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», Πλούτ.)
3. παθ. α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
β) σηκώνομαι από το κρεβάτι
γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῦ ἐπιτηδείους», Ξεν.)
δ) σηκώνομαι μετά από κάποιον ή με τη διαταγή κάποιου
ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», Δημοσθ.)
4. (για κτίσματα) υψώνομαι πάνω από μια επιφάνεια, εγείρομαι, ιδρύομαι
5. (για όγκο ή οίδημα) πρήζομαι
6. προεξέχω, προβάλλω
7. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐπανεστεῶτες ιων. τ.
οι επαναστάτες
8. φρ. «ἐπανίσταμαι τυραννεῖν» — επαναστατώ για να γίνω τύραννος
9. μέσ. ἐπανίσταμαι
ξεσηκώνω, διεγείρω ερωτικά.