κανηφορώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(19)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κανηφορῶ, -έω (Α) [[κανηφόρος]]<br />[[εκτελώ]] [[κανηφορία]], [[φέρω]] [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική [[πομπή]] («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῑ κανηφορεῑν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=κανηφορῶ, -έω (Α) [[κανηφόρος]]<br />[[εκτελώ]] [[κανηφορία]], [[φέρω]] [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική [[πομπή]] («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῑ κανηφορεῖν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

κανηφορῶ, -έω (Α) κανηφόρος
εκτελώ κανηφορία, φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῑ κανηφορεῖν», Πλούτ.).