σφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σφαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλείνω]] [[μέσα]], [[περιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]] τη δίοδο, [[εμποδίζω]] («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]], [[δεσμεύω]] («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ [[δεσμός]]», <b>Ησύχ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[σφαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλείνω]] [[μέσα]], [[περιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]] τη δίοδο, [[εμποδίζω]] («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]], [[δεσμεύω]] («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ [[δεσμός]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:44, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰλίζω Medium diacritics: σφαλίζω Low diacritics: σφαλίζω Capitals: ΣΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: sphalízō Transliteration B: sphalizō Transliteration C: sfalizo Beta Code: sfali/zw

English (LSJ)

A fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σφαλός
νεοελλ.
κλείνω μέσα, περιορίζω
νεοελλ.-μσν.
1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.)
2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
δένω, δεσμεύω («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός», Ησύχ.).