επιτάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιτάσσω]] και αττ. τ. ἐπιτάττω) [[τάσσω]]<br />[[τοποθετώ]], [[παρατάσσω]] [[πίσω]] από [[άλλο]] («[[ὄπισθεν]] δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[υπαγορεύω]], [[προστάζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[επίταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]] (α. «καὶ [[πάντως]] τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[επιβάλλω]] διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ [[οὐκέτι]] αἰτιώμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] την προστακτική [[έγκλιση]] («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῡσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] ή κάποιον [[μετά]] από [[άλλο]] ή [[δίπλα]]<br /><b>5.</b> [[διορίζω]] κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐπιτασσόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («[[κατά]] νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(Α [[ἐπιτάσσω]] και αττ. τ. ἐπιτάττω) [[τάσσω]]<br />[[τοποθετώ]], [[παρατάσσω]] [[πίσω]] από [[άλλο]] («[[ὄπισθεν]] δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[υπαγορεύω]], [[προστάζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[επίταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]] (α. «καὶ [[πάντως]] τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[επιβάλλω]] διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ [[οὐκέτι]] αἰτιώμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] την προστακτική [[έγκλιση]] («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῦσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] ή κάποιον [[μετά]] από [[άλλο]] ή [[δίπλα]]<br /><b>5.</b> [[διορίζω]] κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐπιτασσόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («[[κατά]] νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:48, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) τάσσω
τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλοὄπισθεν δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω
2. εκτελώ επίταξη
αρχ.
1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», Ηρόδ.
β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», Αριστοφ.
γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», Ηρόδ.)
2. δίνω, επιβάλλω διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ οὐκέτι αἰτιώμενοι», Θουκ.)
3. χρησιμοποιώ την προστακτική έγκλιση («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῦσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», Αριστοτ.)
4. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μετά από άλλο ή δίπλα
5. διορίζω κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)
6. (η μτχ. παθ. ενεστ.) ἐπιτασσόμενος, -η, -ον
επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («κατά νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», Πλάτ.).