ἐμαυτοῦ: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμαυτοῦ''': ἐμαυτῆς, Ἰων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ἢ ἐμωυτοῦ), -ῆς: ― Αὐτοπαθὴς [[ἀντωνυμία]] τοῦ α΄ προσώπου, ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., δοτ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ. καὶ θηλ.· παρ’ Ὁμήρῳ [[διῃρημένως]], ἔμ’ αὐτὸν Ἰλ. Α. 271· ὡς μία [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε [[διῃρημένως]], ἡμῶν αὐτῶν κτλ.· ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι, κατ’ ἐμαυτόν, Ἐυρ. Ὀρ. 634· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 52, κτλ.· ἐπιτεταμένον, ἴσχυόν τ’ αὐτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. Σφ. 357, πρβλ. Λυσ. 1125· [[ἀλλά]], ἐν [[ἐμαυτοῦ]] εῑναι (ἐνν. οἴκῳ), μεταφ., εἶμαι [[κύριος]] [[ἐμαυτοῦ]], Πλάτ. Χαρμ. 115D· περὶ ὀνομαστ. ἐμαυτὸς πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 2 (Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. σ. 348C καὶ 404Β). ― Ἴδε [[σεαυτοῦ]], ἐαυτοῦ.
|lstext='''ἐμαυτοῦ''': ἐμαυτῆς, Ἰων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ἢ ἐμωυτοῦ), -ῆς: ― Αὐτοπαθὴς [[ἀντωνυμία]] τοῦ α΄ προσώπου, ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., δοτ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ. καὶ θηλ.· παρ’ Ὁμήρῳ [[διῃρημένως]], ἔμ’ αὐτὸν Ἰλ. Α. 271· ὡς μία [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε [[διῃρημένως]], ἡμῶν αὐτῶν κτλ.· ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι, κατ’ ἐμαυτόν, Ἐυρ. Ὀρ. 634· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 52, κτλ.· ἐπιτεταμένον, ἴσχυόν τ’ αὐτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. Σφ. 357, πρβλ. Λυσ. 1125· [[ἀλλά]], ἐν [[ἐμαυτοῦ]] εῖναι (ἐνν. οἴκῳ), μεταφ., εἶμαι [[κύριος]] [[ἐμαυτοῦ]], Πλάτ. Χαρμ. 115D· περὶ ὀνομαστ. ἐμαυτὸς πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 2 (Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. σ. 348C καὶ 404Β). ― Ἴδε [[σεαυτοῦ]], ἐαυτοῦ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:49, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμαυτοῦ Medium diacritics: ἐμαυτοῦ Low diacritics: εμαυτού Capitals: ΕΜΑΥΤΟΥ
Transliteration A: emautoû Transliteration B: emautou Transliteration C: emaftoy Beta Code: e)mautou=

English (LSJ)

ἐμαυτῆς, reflexive Pron. of first pers., A of me, of myself: only gen., dat., and acc. sg., both masc. and fem.: not found in early Ep.; Aeol. ἔμ' αὔτῳ, ἔμ' αὔτᾳ, Alc.72, Sapph.Supp.15.11, cf. A.D. Pron.80.10; ἐμαυτόν is dub. in Xenoph. (PLG2p.116B.) and Anacr. 64; Ion. ἐμεωυτοῦ Hdt.4.97 (but ἐμωυτοῦ A.D.Pron.74.4), ἐμεωυτῷ Hdt.3.142, ἐμεωυτόν Heraclit.101; ἐμᾱτοῦ, ἐμᾱτόν, Lyr.Alex.Adesp.4.23, SIG741.12 (i B.C.): in pl. always separated, ἡμῶν αὐτῶν, etc.; ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι in or with oneself, E.Or.634; πρὸς ἐμαυτόν Ar. Ra.53, etc.; strengthd., ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ Id.V.357, cf. Lys. 1125; but ἐν ἐμαυτοῦ (sc. οἴκῳ) εἶναι, metaph., to be master of oneself, Pl.Chrm.155d: nom. ἐμαυτός, com. formation in Pl.Com.78.

German (Pape)

[Seite 803] ἐμαυτῆς, ion. ἐμεωυτοῦ, reflexives Pronomen der ersten Person, meiner selbst, meiner; nur sing. gen., dat., acc. masc. u. fem.; den nom. ἐμαυτός bildete ein com. zum Scherz, nach Apoll. pron. 404 b. Bei Hom. noch getrennt, καὶ μαχόμην κατ' ἔμ' αὐτὸν ἐγώ Il. 1, 271. Bei Her. u. den Attikern in Sätzen, wo ich das subj. ist, stets alle Beziehungen auf das subj. auszudrücken, oft ohne besonderen Nachdruck; ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον Aesch. Ag. 833; φράσαι θέλω τοι πρῶτα τἀμαυτοῦ Soph. Ant. 238.; ὡς ἐμαυτῷ θρέμμα θρεψαί. μην ἐγώ O. R. 1143; ὅπως ἐμαυτὴν κλαύσω Ant. 1116; ἀκούω χρῆσθαι – τὸν ὁμώνυμον ἐμαυτῷ Dem. 3, 21. Vgl. ἑαυτοῦ; ἐν ἐμαυτῷ, s. ἐν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμαυτοῦ: ἐμαυτῆς, Ἰων. ἐμεωυτοῦ (ἢ ἐμωυτοῦ), -ῆς: ― Αὐτοπαθὴς ἀντωνυμία τοῦ α΄ προσώπου, ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., δοτ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ. καὶ θηλ.· παρ’ Ὁμήρῳ διῃρημένως, ἔμ’ αὐτὸν Ἰλ. Α. 271· ὡς μία λέξις πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε διῃρημένως, ἡμῶν αὐτῶν κτλ.· ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι, κατ’ ἐμαυτόν, Ἐυρ. Ὀρ. 634· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 52, κτλ.· ἐπιτεταμένον, ἴσχυόν τ’ αὐτὸς ἐμαυτοῦ ὁ αὐτ. Σφ. 357, πρβλ. Λυσ. 1125· ἀλλά, ἐν ἐμαυτοῦ εῖναι (ἐνν. οἴκῳ), μεταφ., εἶμαι κύριος ἐμαυτοῦ, Πλάτ. Χαρμ. 115D· περὶ ὀνομαστ. ἐμαυτὸς πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 2 (Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. σ. 348C καὶ 404Β). ― Ἴδε σεαυτοῦ, ἐαυτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ῆς, sans neutre;
dat.
-ῷ, -ῇ, acc. -όν, -ήν ; pl. ἡμῶν αὐτῶν, etc;
pron. réfl. de la 1ᵉ pers.

1 de moi-même, à moi-même, etc.
2 syn. de ἐμός : οἰκέτας ἐμαυτοῦ SOPH serviteurs attachés à ma personne, mes serviteurs.
Étymologie: th. ἐμε-, v. ἐγώ et αὐτός.

Spanish (DGE)

-ῆς, -οῦ

• Alolema(s): arc., plu. y du. divissim (ἐ)μ' αὐτ-; jón. ἐμεωυτ- Hdt.6.86α, Heraclit.B 101, Hp.Carn.1, Pythag. en D.L.8.50, Eus.Mynd.1; jón. y acarn. ἐμωυτ- Lyr.Adesp.26, Ar.Ach.817, var. de Il.1.271 según Zenod. en Sch.Er.ad loc., A.D.Pron.74.4; tard. ἐματ- SIG 741.12 (Nisa I a.C.), IUrb.Rom.425.3 (imper.)

• Morfología: [cóm. nom. ἐμαυτός Pl.Com.83; gen. ἐμωυτῶ Ar.Ach.817; plu. dat. ἐμαυτοῖς (bárb. por ἡμῖν αὐτοῖς) Papers of Amer. School at Athens 2.278 (Capadocia)]
pron. refl. de 1a pers.
1 a mí mismo, de mí mismo, mi propio o simpl. mi, mío gener. c. suj. de la or. en 1a pers. ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν πόλιν ἐκ πόλεως φέρων llevándome a mí mismo de una ciudad a otra Xenoph.13, ἐμεωυτῷ λόγους ἐδίδουν yo me hice la reflexión Hdt.l.c., cf. Pl.Ap.21b, X.An.1.3.10, φονεύσας ἀδελφεὸν ἐμεωυτοῦ Hdt.1.35, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον A.Pr.438, αἰσχύνομαι δὲ τὰς ἐμαυτοῦ συμφοράς Ar.Pl.774, cf. Hermipp.45.2, οὔθ' ὑπεργέμων ... οὔτε κενός, ἀλλ' ἡδέως ἔχων ἐμαυτοῦ ni lleno a reventar ni vacío, sino a gusto conmigo mismo Alex.219.3, ἐμαυτῇ σ' αἴτιον ἡγήσομαι en lo que a mí toca te consideraré responsable Men.Epit.367, εἰ κἀγὼ ἐμαυτὸν βούλομαι ἄρχειν Arist.MM 1212a23, ποιήσω αὐτὸ ἐμαυτῇ καὶ τοῖς τέκνοις μου LXX 3Re.17.12, οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν Eu.Luc.7.7, cf. Synes.Dio 12, I.AI 17.139, ἐμαυτῇ ὕβρεις καὶ λύπας προφέρω Aesop.141, προαρραβωνίζω αὐτὸν ἐμαυτῇ Vit.Aesop.G 30, δηλοῦσα ἐμαυτὴν ὀφείλειν POxy.2566.1.7 (III d.C.), ταῖς ἐμαυτοῦ δαπάναις a mis propias expensas, PSI 882.7 (III d.C.), cf. Mim.Fr.Pap.4.23, SB 11648.2.3 (III d.C.)
op. otros pron. ἐγὼ οὔτ' ἐμαυτὸν οὔτε σ' ἀλγυνῶ S.OT 332, ἐγὼ ταῦτα ἔπρηξα τῇ σῇ μὲν εὐδαιμονίῃ, τῇ ἐμεωυτοῦ δὲ κακοδαιμονίῃ Hdt.1.87, δι' ἐμαυτὸν ἀλλ' οὐ διὰ σέ Pl.R.354b, δοκῶ τι σοι, ὥσπερ ἐμαυτῷ ...; Pl.Phdr.238c, ὥς γε ἐμαυτῷ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐδόκουν Pl.Phd.96c, μὴ δι' ἑτέρων, ἀλλὰ δι' ἡμῶν αὐτῶν πειρᾶσθαι σώζεσθαι Isoc.6.14
reforz. por αὐτός como suj. de la or. αὐτὸς ἐξέσωσ' ἐμαυτὸν ῥᾳδίως E.Ba.614, ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ yo estaba en plenitud de mis fuerzas Ar.V.357, αὐτὴ δ' ἐμαυτῆς οὐ κακῶς γνώμης ἔχω Ar.Lys.1125, cf. Pl.Lg.805b, αὐτός θ' αἱρεθεὶς ἐμαυτῷ ... ἐπέγραψα τὴν μεγίστην εἰσφοράν Isoc.17.41
en giros prep. οὐκέτ' ἐν ἐμαυτοῦ ἦν ya no estaba en mis cabales Pl.Chrm.155d, cf. Alciphr.1.11.1, ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος discurriendo algo en mis adentros E.Or.634, cf. Henioch.4.1, Plu.2.456d, ἀναθαρρῆσαι πρὸς ἐμαυτόν recobrar el ánimo Ar.Ec.1060, ἀπετίννυον παρ' ἐμαυτοῦ κλέμματα te compensé de mi propio peculio lo que te robaban LXX Ge.31.39, ἀπ' ἐμαυτοῦ por propia iniciativa, por mí mismo LXX Nu.16.28, 4Ma.11.3
usado tb. como refl. en or. subord. dep. de or. principal c. suj. en 1a pers. τοσάδε ... δικαιῶ γέρεα ἐμεωυτῷ γενέσθαι Hdt.3.142, τοὺς ὕστερον (παῖδας) ἐμαυτῇ γενομένους ὀμόσαι Lys.32.13, ἣν (ψυχήν) ἐγὼ μόνην ἐμαυτῷ ἐμμένειν ἤλπισα Synes.Ep.10
subst. τὰ ἐμαυτοῦ, τὰ ἐμαυτῆς mis asuntos S.Ant.238, Pl.Ap.33a, Is.7.34, Men.Georg.23, Hld.2.24.5
τα'μαυτοῦ lo mío, mis propiedades E.Ph.484, Is.11.39, Isoc.15.165, 17.8, D.28.17, 40.4, Socr.Ep.6.11.
2 c. suj. de la or. no en 1a pers. c. valor enf. sustituyendo a un posesivo de mí mismo, mi propio μήτ' ἐμωυτᾶς μήτε κασιγνήτων πόδας ... τρύσῃς no fatigues ni mis propios pies ni los de mis hermanos, Lyr.Adesp.26, cf. αὐτός B II 1 y ἐγώ I 1.

English (Strong)

genitive case compound of ἐμοῦ and αὐτός; of myself so likewise the dative case emautoi em-ow-to', and accusative case emauton em-ow-ton': me, mine own (self), myself.

English (Thayer)

ἐμαυτης, ἐμαυτοῦ (from ἐμοῦ and αὐτοῦ, reflexive pronoun of 1st person, of myself, used only in the genitive, dative, and accusative singular (cf. Buttmann, 110ff (96ff)): ἀπ' ἐμαυτοῦ, see ἀπό, II:2d. aa.; ὑπ' ἐμαυτόν, under my control, ἐμαυτόν, myself, as opposed to Christ, the supposed minister of sin (αὐτός ἐμέ, Matthiae, § 148 Anm. 2, i., p. 354; Passow, under the word, p. 883), its force is sometimes so weakened that it scarcely differs from the simple person pronoun of the first person (yet denied by Meyer), as Philemon 1:13.

Greek Monolingual

-ής (AM ἐμαυτοῡ, -ῆς
Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, -ῆς)
αυτοπαθής αντωνυμία α' εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα του ίδιου, του ίδιου του εαυτού μου»).
νεοελλ.
φρ.
1. «ομιλώ κατ' εμαυτόν» — μονολογώ
2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» — τα υπάρχοντά μου.

Greek Monotonic

ἐμαυτοῦ: ἐμαυτῆς, Ιων. ἐμεωυτοῦ (ή ἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του εαυτού μου, εμού του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμαυτοῦ: ион. ἐμεωυτοῦ, ῆς pron. reflex. 3 л. (только gen., dat. и acc. sing.) меня самого, мой: ἐ. βίος Aesch. моя жизнь; ὁ ὁμώνυμος ἐμαυτῷ Dem. мой тезка.

Middle Liddell


Reflexive Pronoun of first person, of me, of myself: only used in gen., dat., and acc. sg., Hom., etc.

Chinese

原文音譯:™mautoà 嗯-凹徒
詞類次數:代名詞(37)
原文字根:屬我的-同一的
字義溯源:我自己的,我自己,自己,自居;由(ἐγώ)=我的)與(αὐτός)=自己)組成;其中 (ἐγώ)出自 (ἐγώ)*=我,而 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(37);太(1);路(2);約(16);徒(4);羅(1);林前(6);林後(4);加(1);腓(1);門(1)
譯字彙編
1) 我自己(15) 約5:30; 約7:28; 約8:14; 約8:54; 約12:32; 約14:3; 約14:21; 林前4:3; 林前4:4; 林前7:7; 林後2:1; 林後11:7; 林後11:9; 林後12:5; 門1:13;
2) 自己(15) 約5:31; 約7:17; 約8:18; 約8:28; 約8:42; 約10:18; 約12:49; 約14:10; 約17:19; 徒24:10; 徒26:9; 林前4:6; 林前10:33; 加2:18; 腓3:13;
3) 自(2) 路7:7; 徒26:2;
4) 我(2) 太8:9; 路7:8;
5) 我自願(1) 林前9:19;
6) 以自己(1) 徒20:24;
7) 為自己(1) 羅11:4