οικετεία: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(28) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκετεία]] και [[οἰκετία]], ἡ (Α) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα [[σπίτι]], σε μία [[οικογένεια]], το [[σύνολο]] τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> καταναγκαστική [[εργασία]], [[δουλεία]] («ἀπολύειν [[κελεύω]] τοὺς | |mltxt=[[οἰκετεία]] και [[οἰκετία]], ἡ (Α) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα [[σπίτι]], σε μία [[οικογένεια]], το [[σύνολο]] τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> καταναγκαστική [[εργασία]], [[δουλεία]] («ἀπολύειν [[κελεύω]] τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 27 March 2021
Greek Monolingual
οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).