ῥυππαπαί: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(1b) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α<br /><b>1.</b> [[ναυτικό]] [[παρακέλευσμα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κωπηλασίας αντίστοιχο [[προς]] το <i>ωόπ</i> ή το <i>χοπ</i> («οὐκ ἠπίσταντ' ἀλλ' ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ | |mltxt=και, [[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α<br /><b>1.</b> [[ναυτικό]] [[παρακέλευσμα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κωπηλασίας αντίστοιχο [[προς]] το <i>ωόπ</i> ή το <i>χοπ</i> («οὐκ ἠπίσταντ' ἀλλ' ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ ῥυππαπαῑ</i><br />το [[πλήρωμα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνητή / επιφωνηματική λ. που χρησίμευε στον συντονισμό τών κωπηλατών και χρησιμοποιήθηκε και ως ουσιαστικό (<b>πρβλ.</b> [[ἱππαπαί]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:54, 27 March 2021
German (Pape)
[Seite 852] ein Ruf der athenischen Ruderknechte u. Matrosen, wie ὠόπ, Hurrah! Ar. Ran. 1071 u. Vesp. 909, τὸ ῥυππαπαί, komisch, die ganze Matrosenschaft, Schol. τὸ ναυτικόν; falsch ist ῥυπαπαί.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυππᾰπαί: ἐπίφθεγμα ναυτικόν, πααρακελευστικόν κωπηλασίας, ὡς τὸ ὠόπ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1073· ἐντεῦθεν κωμικῶς, τὸ ῥυππαπαί, τὸ πλήρωμα πλοίου ἢ τὸ ναυτικὸν στράτευμα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 909. - Πρβλ. ἱππαπαί.
French (Bailly abrégé)
interj.
yoho ! cri des matelots ; τὸ ῥυππαπαί AR la race des matelots.
Greek Monolingual
και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α
1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ' ἀλλ' ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῖν», Αριστοφ.)
2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ
το πλήρωμα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνητή / επιφωνηματική λ. που χρησίμευε στον συντονισμό τών κωπηλατών και χρησιμοποιήθηκε και ως ουσιαστικό (πρβλ. ἱππαπαί)].
Greek Monotonic
ῥυππᾰπαί: κέλευσμα, πρόσταγμα των Αθηναίων κωπηλατών, όπως το ὠόπ, σε Αριστοφ.· απ' όπου, κωμικώς, τὸ ῥυππαπαί, το ναυτικό πλήρωμα ή στράτευμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥυππᾰπαί: interj. (условное восклицание афинских матросов) Arph.: τὸ ῥ. шутл. Arph. матросня.
Middle Liddell
a cry of the Athenian rowers, like ὠόπ, yoho! Ar.; hence, τὸ ῥυππαπαί one's messmates, Ar.