νευροσιδηρούς: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦν(" to "οῦν (")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν(Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
|mltxt=νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν (Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
}}
}}

Revision as of 15:17, 27 March 2021

Greek Monolingual

νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.