ομαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμαίμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο όμαιμος<br /><b>2.</b> (το συγκριτ.) <i>ὁμαιμονέστερος</i>, -<i>έρα</i>, -<i>ερον</i><br />ο [[πλησιέστερος]] εξ αίματος [[συγγενής]] («ἀλλ εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ο όμοιος με συγγενή, [[συγγενικός]] («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ὁ</i>, ἡ [[ὁμαίμων]]<br />[[αδελφός]], [[αδελφή]]<br /><b>5.</b> [[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως προστάτη της εξ αίματος συγγένειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αίμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[αίμων]]].
|mltxt=[[ὁμαίμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο όμαιμος<br /><b>2.</b> (το συγκριτ.) <i>ὁμαιμονέστερος</i>, -<i>έρα</i>, -<i>ερον</i><br />ο [[πλησιέστερος]] εξ αίματος [[συγγενής]] («ἀλλ εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ο όμοιος με συγγενή, [[συγγενικός]] («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ὁ</i>, ἡ [[ὁμαίμων]]<br />[[αδελφός]], [[αδελφή]]<br /><b>5.</b> [[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως προστάτη της εξ αίματος συγγένειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αίμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[αίμων]]].
}}
}}

Revision as of 22:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

ὁμαίμων, -ον (Α)
1. ο όμαιμος
2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, -έρα, -ερον
ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.)
3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», Αισχύλ.)
4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ ὁμαίμων
αδελφός, αδελφή
5. προσωνυμία του Διός ως προστάτη της εξ αίματος συγγένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. πολυ-αίμων].