προαγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αναγγέλλω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[προαναγγέλλω]], [[προειδοποιώ]] (α. «η [[κυβέρνηση]] προαγγέλλει νέα φορολογικά [[μέτρα]]» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῑς καὶ ή [[ἐπιβολή]] τῶν σιδηρῶν χειρῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηνύω]] («τα σύννεφα προαγγέλλουν [[καταιγίδα]]»).
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αναγγέλλω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[προαναγγέλλω]], [[προειδοποιώ]] (α. «η [[κυβέρνηση]] προαγγέλλει νέα φορολογικά [[μέτρα]]» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῖς καὶ ή [[ἐπιβολή]] τῶν σιδηρῶν χειρῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηνύω]] («τα σύννεφα προαγγέλλουν [[καταιγίδα]]»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαγγέλλω Medium diacritics: προαγγέλλω Low diacritics: προαγγέλλω Capitals: ΠΡΟΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: proangéllō Transliteration B: proangellō Transliteration C: proaggello Beta Code: proagge/llw

English (LSJ)

A declare, announce beforehand, X.Cyr.5.3.12; πόλεμον Plb.3.20.8; μάχην ἔσεσθαι X.Cyr.3.3.34:—Pass., Th.7.65; τὸν προαγγελέντα Berl.Sitzb. 1927.170 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 704] vorherverkündigen; οἱ θεοὶ μάχην ἔσεσθαι προαγγέλλουσιν, Xen. Cyr. 3, 3, 34; πόλεμον, ankündigen, Pol. 3, 20, 8 u. Sp.; die VLL. erkl. προηγγελκέναι durch προμεμηνυκέναι.

Greek (Liddell-Scott)

προαγγέλλω: ἀγγέλλω, ἀναγγέλλω πρότερον, προηγουμένως, προειδοποιῶ, προλέγω, ταῦτα Ξεν. Κύρ. 5. 3, 12· πόλεμον Πολύβ. 3. 20. 8· μάχην ἔσεσθαι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 34.

French (Bailly abrégé)

annoncer d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀγγέλλω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
αναγγέλλω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω, προειδοποιώ (α. «η κυβέρνηση προαγγέλλει νέα φορολογικά μέτρα» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῖς καὶ ή ἐπιβολή τῶν σιδηρῶν χειρῶν», Θουκ.)
νεοελλ.
προμηνύω («τα σύννεφα προαγγέλλουν καταιγίδα»).

Greek Monotonic

προαγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προαγγέλλω: заранее возвещать, наперед объявлять (π. μάχην ἔσεσθαι Xen.; πόλεμον π. Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αγγέλλω van tevoren verkondigen; met acc.; met AcI:. μάχην... ἔσεσθαι προαγγέλλουσι zij kondigen aan dat er een veldslag zal zijn Xen. Cyr. 3.3.34.

Middle Liddell

fut. -αγγελῶ
to announce beforehand, Xen.

English (Woodhouse)

announce beforehand

⇢ Look up "προαγγέλλω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)