εμφυσώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(11)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐμφυσῶ)
1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς
λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)
2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες
αρχ.
1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.)
2. φουσκώνω, διογκώνω
3. μτφ. μέσ. επαίρομαι, κομπάζω, φουσκώνω.