εμφυσώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐμφυσῶ)
1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς
λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)
2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες
αρχ.
1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.)
2. φουσκώνω, διογκώνω
3. μτφ. μέσ. επαίρομαι, κομπάζω, φουσκώνω.