αναδεξιμιός: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(3)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και αναδεξίμι, το (θηλ. -ιά) (Μ ἀναδεξιμαῑος)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο αναδέχεται [[κάποιος]] [[κατά]] το [[βάπτισμα]] από την κολυμπήθρα, [[βαφτιστήρι]], [[βαφτισιμιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παντρεύθηκε, σε [[σχέση]] με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἀναδεξιμαῖος]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>ἀνεδεξάμην</i> του [[ἀναδέχομαι]].
|mltxt=ο και αναδεξίμι, το (θηλ. -ιά) (Μ ἀναδεξιμαῖος)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο αναδέχεται [[κάποιος]] [[κατά]] το [[βάπτισμα]] από την κολυμπήθρα, [[βαφτιστήρι]], [[βαφτισιμιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παντρεύθηκε, σε [[σχέση]] με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἀναδεξιμαῖος]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>ἀνεδεξάμην</i> του [[ἀναδέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

ο και αναδεξίμι, το (θηλ. -ιά) (Μ ἀναδεξιμαῖος)
1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κάποιος κατά το βάπτισμα από την κολυμπήθρα, βαφτιστήρι, βαφτισιμιός
2. αυτός που παντρεύθηκε, σε σχέση με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀναδεξιμαῖος < αόρ. ἀνεδεξάμην του ἀναδέχομαι.